Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποβασμός — ὁ, Α βλ. ὑποβαθμός … Dictionary of Greek
ὑποβασμόν — ὑποβασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβαθμός — και πιθ. ιων. τ. ὑποβασμός, ὁ, Α το υπόβαθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βαθμός (πρβλ. ανα βαθμός)] … Dictionary of Greek